ἐξήκουσ'

ἐξήκουσ'
ἐξήκουσα , ἐξακούω
hear
aor ind act 1st sg (attic epic ionic)
ἐξήκουσο , ἐξακούω
hear
plup ind mp 2nd sg
ἐξήκουσο , ἐξακούω
hear
perf imperat mp 2nd sg
ἐξήκουσε , ἐξακούω
hear
aor ind act 3rd sg (attic epic ionic)
ἐξήκουσαι , ἐξακούω
hear
perf ind mp 2nd sg
ἐξήκουσα , ἐξήκω
to have reached
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
ἐξήκουσι , ἐξήκω
to have reached
pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)
ἐξήκουσι , ἐξήκω
to have reached
pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
ἐξήκουσαι , ἐξήκω
to have reached
pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξακούω — ἐξακούω (AM) [ακούω] μέσ. ἐξακούομαι γίνομαι ξακουστός μσν. εξακούω εισακούω, ακούω με ευμένεια αρχ. 1. ακούω από απόσταση («σοῡ τάδ ἐξήκουσ ὕπο», Σοφ.) 2. μαθαίνω, ακούω από άλλους («λόγῳ μὲν ἐξήκουσ , ὄπωπα δ οὐ μάλα» έχω ακουστά αλλά δεν έχω… …   Dictionary of Greek

  • λυπηρός — ή, ό, θηλ. και ά (AM λυπηρός, ά, όν) (για πρόσ. ή πράγμ.) αυτός που προξενεί λύπη, θλιβερός, οδυνηρός, δυσάρεστος (α. «μόλις άκουσε τα λυπηρά συμβάντα έτρεξε να τήν παρηγορήσει» β. «ἐρεῑς μὲν οὐχὶ νῡν γέ μ ὡς ἄρξασά τι λυπηρὸν εἶτα σοῡ τάδ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”